Αναζητώντας
στοιχεία για σπήλαια κα βάραθρα της ΑΤΤΙΚΗΣ ανέτρεξα αρκετές φορές στο βιβλίο
του Νίκου Νέζη ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ.
Μέσα
εκεί υπάρχουν πληροφορίες που κυρίως προέρχονται από δελτία του ΕΟΣ και της ΕΣΕ
αλλά και αναφορές κάποιων κατοίκων διαφόρων περιοχών της ΑΤΤΙΚΗΣ που
γνωστοποίησαν στον ίδιο τον συγγραφέα σε επιτόπιες επισκέψεις του κάποια από
αυτά.
Πολλοί σπηλαιολόγοι
συνήθως αναζητούν τελείως άγνωστα σπήλαια η βάραθρα γιατί θεωρούν ότι τα
ήδη εξερευνημένα η καταγεγραμμένα δεν
παρουσιάζουν ενδιαφέρον.
Όταν αυτά μάλιστα τυχαίνει να
είναι και μικρού μεγέθους σύμφωνα με τις αναφορές που υπάρχουν τότε να είστε
σχεδόν σίγουροι ότι θα είστε ο πρώτος επισκέπτης τους μετά από πολλές
δεκαετίες.
Δεν είναι όμως έτσι πάντα.
Υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις που τέτοια υποτίθεται
γνωστά σπήλαια η βάραθρα ήταν τελικά μερικώς η ελλιπώς εξερευνημένα.
Πράγμα που σημαίνει ότι το μέγεθος τους ενδέχεται να μην
είναι αυτό που αρχικά πιστευόταν η κάτι
άλλο πολύ πιο συνηθισμένο είναι ότι
από την πρώτη καταγραφή τους και επίσκεψη τους δεν ξανάγινε για παρά πολλά χρόνια καμία
επίσκεψη σε αυτά πράγμα που σημαίνει ότι πάντα υπάρχει ενδιαφέρον να
ξαναρίξουμε μια ματιά και στα ήδη γνωστά σπήλαια και βάραθρα.
Είχα ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό να ξανα εντοπίσω από
την αρχή όλα αυτά τα σπήλαια που
θεωρούνταν γνωστά αν μη τι άλλο πρώτον και κυριότερο γιατί είναι μια πρώτης
τάξεως άσκηση στην εκμάθηση εντοπισμού (άμα μάθεις να βρίσκεις τα γνωστά
θα μάθεις να βρίσκεις και τα άγνωστα)
αλλά και για να τα καταγράψω πλέον μέσω GPS
έτσι ώστε ο εντοπισμός τους να είναι ευκολότερος στο μέλλον.
Με το πέρασμα του χρόνου ακόμα και αυτοί που πρώτοι
ανακάλυψαν κάποια τέτοια σπήλαια και κυρίως βάραθρα, (που είναι και πιο δύσκολο να εντοπιστούν),
μετά δυσκολίας θυμούνται τις περισσότερες φορές το ακριβές σημείο που
βρίσκονται αυτά πόσο μάλλον αν η γύρω περιοχή έχει αλλάξει λόγω
οικοδόμησης η τα σημάδια που γνώριζαν
έχουν τώρα χαθεί.
Με οδηγό λοιπόν το βιβλίο του Νίκου Νεζη άρχισα να κινούμαι
στην Ανατολική Αττική και κυρίως στην περιοχή των Μεσογείων στα μικρά αλλά πολύ
ενδιαφέροντα βουνά που υπάρχουν εκεί όπως το ΠΑΝΕΙΟ την ΜΕΡΕΝΤΑ την ΜΑΥΡΗΝΟΡΑ η
ΜΑΥΡΟΝΟΡΟΣ κοντά στην Κακιά θάλασσα στο ΧΑΡΒΑΤΙ κλπ.
Αυτή όλη η περιοχή παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον μιας και η
φύση των πετρωμάτων έχει ευνοήσει τον σχηματισμό πολλών σπηλαίων αλλά και
βαράθρων.
Στις 3 Ιουλίου είχα βρεθεί για ακόμα μια φορά στην περιοχή
της Μαυρηνόρας και με σημείο εκκίνησης την Μονή Εισόδων της Θεοτόκου που
βρίσκεται στα δεξιά του δρόμου που οδηγεί από τον ΚΟΥΒΑΡΑ στο ΠΟΡΤΟ ΡΑΦΤΗ
ξεκίνησα πίσω από το μοναστήρι σε ένα μονοπάτι που κατευθύνεται Βορειοανατολικά
προς το ακρωτήριο ΤΣΟΥΡΓΕΛΙ.
Όσοι το καλοκαίρι κάνουν το μπάνιο τους στην κακιά Θάλασσα
η στο Αυλάκι θα έχουν προσέξει σίγουρα τον μεγάλο και απότομο βράχο (204 μέτρα
ύψος) που πέφτει μέσα στην θάλασσα.
Ο βράχος αυτός μάλιστα διαθέτει και μια ορθοπλαγια 120
μέτρων όπου έγιναν οι πρώτες αναρριχήσεις από τον ΕΟΣ Αθηνών το 1948-49.
Σύμφωνα λοιπόν με τις αναφορές του κ. Νέζη μετά την κορυφή
της Μαυρηνόρας (405 μ.) και προς το ακρωτήριο Τσουργέλι (με την καταπληκτική
θέα) ξεκινά ένα αρκετά κατηφορικό διάσελο .
Λίγο πριν το τέλος της απότομης κατηφόρας υπάρχει ένα
ανώνυμο βάραθρο που το βιβλίο το ανέφερε με βάθος τα 6-7 μέτρα χωρίς να
προσθέτει άλλες λεπτομέρειες ποιος το εξερεύνησε και ποτέ η αν έχει καταχωρηθεί
με ΑΣΜ .
Η είσοδος του βαράθρου είναι μικρή με μόλις 80 εκατοστά
διάμετρο και βρίσκεται ανάμεσα στα αραιά πουρνάρια της ράχης.
Δεν υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό σημείο εντοπισμού παρά
μόνο ότι βρίσκεται προς την δεξιά πλευρά του διάσελου όπως κατεβαίνουμε και η
τρύπα κοιτά βορειοανατολικά.
Στις 27 του ίδιου μήνα μαζί με τον φίλο και συνάδελφο
σπηλαιολόγο Μπάμπη Τσαπά πήγαμε στο βάραθρο για να το κατεβούμε.
Αυτή την φορά προσεγγίσαμε το σημείο με αυτοκίνητο μιας και
υπάρχει δασικός δρόμος που φτάνει μέχρι τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας που
υπάρχουν στην κορυφή της ΜΑΥΡΗΝΟΡΑΣ.
Μια διαδρομή προς τα εκεί με αμάξι μπορεί να γίνει από τον
δρόμο που ξεκινά δίπλα από την Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (και αυτή στα
δεξιά του δρόμου ΚΟΥΒΑΡΑ ΠΟΡΤΟ ΡΑΦΤΗ λίγα χιλιόμετρα μετά τον ΚΟΥΒΑΡΑ) η από
την Μονή Κερατέας στην Κακιά Θάλασσα (πολλά μοναστήρια τι να κάνουμε!!).
Στόχος είναι να φτάσετε στις κεραίες που φαίνονται από πολύ
χαμηλά.
Το βάραθρο από την κορυφή με τις κεραίες απέχει 300 μέτρα.
Από ότι παρατηρήσαμε δεν υπήρχαν ίχνη αρματώματος στον γύρω
από την είσοδο χώρο.
Από πάνω φαινόταν το δάπεδο σε ένα βάθος περίπου 8 μέτρων
όπως περιέγραφε και το βιβλίο.
Όταν τελικά κατεβήκαμε κάτω παρατηρήσαμε με έκπληξη πως το
βάραθρο όχι μόνο είχε έναν αξιοπρεπή σταλαγμιτικό διάκοσμο αλλά υπήρχε και
συνέχεια!!
Ένα άλλο σημάδι που μας έκανε να ελπίζουμε ότι ήμασταν οι
πρώτοι επισκέπτες μετά από πολλά χρόνια ήταν η απουσία απορριμμάτων η άλλων
σημαδιών μέσα στον θάλαμο που βρισκόμασταν.
Στο βόρειο τμήμα του θαλάμου υπήρχε μια κατάβαση που χρειάστηκε να τοποθετήσουμε ένα σπιντ μιας και δεν βλέπαμε το βάθος που είχε.
Στο βόρειο τμήμα του θαλάμου υπήρχε μια κατάβαση που χρειάστηκε να τοποθετήσουμε ένα σπιντ μιας και δεν βλέπαμε το βάθος που είχε.
Τα τοιχώματα είναι γεμάτα από μικρούς κοραλλιογενείς σταλαγμιτικούς σχηματισμούς κατακόκκινους που
κυριολεκτικά δεν ξέρεις που να πατήσεις για
να μην τους σπάσεις.
Όταν ετοιμάσαμε την αλλαγή κατεβήκαμε σε ένα βάθος περίπου
άλλων 10 μέτρων πάνω σε ένα μικρό παταράκι και από εκεί χωρίς την βοήθεια
σχοινιού ο Μπάμπης χώθηκε σε ένα κατηφορικό σιφόνι αρκετά στενό κατεβαίνοντας
αλλά 5-6 μέτρα.
Ο στολισμός του σπηλαίου αν και δεν έχει μεγάλη ποικιλία χρωμάτων και σχημάτων είναι
αρκετά όμορφος από ότι φαίνεται και στις φωτογραφίες .
Σημασία είχε για μας ότι ένα ανώνυμο βάραθρο που αναφερόταν
ότι έχει βάθος μόλις 6-7 μέτρα ανακαλύψαμε ότι ξεπερνούσε τα 20μ.
Κάτω στο βάθος του βαράθρου υπάρχει ένα μικρό σύμπλεγμα από
λαγούμια και μια καμινάδα που ξεκινά να ανεβαίνει παράλληλα με αυτήν που είχαμε
κατεβεί.
Με ελεύθερη αναρρίχηση μέσα από αυτήν την καμινάδα
βρίσκεται κάποιος στα μισά της διαδρομής από την αλλαγή που είχαμε φτιάξει αλλά
δεν μπορεί να φτάσει τον πρώτο θάλαμο χωρίς να ασφαλιστεί.
Ο Μπάμπης έφτιαξε και ένα πρόχειρο σκαρίφημα το οποίο και
σας δίνει μια ιδέα της μορφής που έχει το βαραθράκι.
Τελικά παρόλο το σχετικά μικρό μέγεθος αποζημιωθήκαμε για
τον κόπο μας με την ικανοποίηση που πήραμε κάνοντας αυτήν την μικρή εξερεύνηση
που μας απέδειξε για ακόμη μια φορά ότι η σπηλαιολογία είναι ένα μια από τις
ομορφότερες και συναρπαστικότερες ενασχολήσεις για αυτούς που θα την αγαπήσουν.
Θάνος
Ξανθόπουλος
Θάνος
Ξανθόπουλος